ταρρῷ

ταρρῷ
ταρσός
frame of wicker-work
masc dat sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταρρώ — όω, Α (αττ. τ.) βλ. ταρσῶ …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • ταρσώ — και αττ. τ. ταρρῶ, όω, Α [ταρσός] 1. (κυρίως το παθ. και ιδίως στον αττ. τ.) ταρσοῡμαι και ταρροῡμαι, όομαι α) (για ρίζες δένδρου) περιπλέκομαι σαν ταρσός β) (για τις φλέβες) πλέκομαι με δικτυωτό τρόπο γ) (για φύλλα φυτών) γίνομαι πλατύς δ) (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”